- ἑτεροιωτικήν
- ἑτεροιωτικόςalterativefem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τερατολογώ — τερατολογῶ, έω, ΝΑ [τερατολόγος] νεοελλ. λέω τερατολογίες αρχ. 1. μιλώ σχετικά με παράδοξα θαυμαστά φυσικά φαινόμενα τα οποία μπορούν να ερμηνευθούν ως θεϊκά σημεία («δοκεῑν ὅπερ λέγουσιν οἱ τερατολογοῡντες μυκᾱσθαι τήν γῆν», Αριστοτ.) 2. παθ.… … Dictionary of Greek